- οξύφρων
- ὀξύφρων, -ονος, ὁ, ἡ (Α)1. οξύνους, έξυπνος2. δόλιος, πανούργος, πονηρός.[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ-* + -φρων (< φρην, φρενός), πρβλ. μεγαλό-φρων].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀξύφρων — acute masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξύφρονα — ὀξύφρων acute masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξύφρονας — ὀξύφρων acute masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οξυ- — (ΑΜ οξυ ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. ὀξύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού αιχμηρού, τού μυτερού (πρβλ. οξύ ρρινος, οξύ ρρυγχος), τού διαπεραστικού (πρβλ. οξύ τονος, οξύ φωνος),… … Dictionary of Greek
φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek